- σούστα
- η1) пружина; 2) рессора; με σούστες на рессорах; 3) двуколка; 4) кнопка (застёжка); 5) «суета» (критский задорный танец)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… … Dictionary of Greek
σούστα — η (λ. ιταλ.) 1. ελατήριο ρολογιού. 2. γενικά ελατήριο: Έσπασαν οι σούστες του κρεβατιού. 3. δίτροχο κάρο. 4. είδος πόρπης, θηλυκωτήρι. 5. είδος χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… … Dictionary of Greek
σουστάρω — και σουστέρνω Ν 1. πηδώ πάνω σε ελατήρια 2. (ιδίως για χορευτή) μιμούμαι την κίνηση τής σούστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούστα + κατάλ. άρω / (έ)ρνω (πρβλ. φορμ άρω)] … Dictionary of Greek
σουστιέρης — ο, Ν ιδιοκτήτης ή οδηγός σούστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούστα + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γονδολ ιέρης)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Ξενίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός μισθοφόρων στην υπηρεσία του Κύρου του Νεότερου, από την Αρκαδία. Είχε συνοδεύσει τον Κύρο ως αρχηγός της σωματοφυλακής του στο ταξίδι του στα Σούστα το 405 π.Χ., όταν εκείνος πήγε να επισκεφτεί τον άρρωστο… … Dictionary of Greek
ελατήριο — το 1. μηχανισμός από χαλύβδινο έλασμα ή σύρμα σε ελικοειδή μορφή, που χρησιμεύει για να επαναφέρει κάτι στην προηγούμενη θέση του, μόλις πάψει να ενεργεί σ αυτό η εξωτερική δύναμη που το μετακίνησε, σούστα: Ελατήριο κλειδαριάς. 2. μτφ., το αίτιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)